ΛΕΜΦΩΜΑ ΣΤΟΜΑΧΟΥ

Παρά το γεγονός ότι το πρωτοπαθές γαστρικό λέμφωμα είναι μία σπάνια κακοήθης πάθηση που ευθύνεται για λιγότερο από 5% όλων των γαστρικών κακοηθών, αποτελεί, ωστόσο, την πιο κοινή μορφή του γαστρεντερικού λευκώματος. Εκτιμάται ότι περίπου 70% των πρωτοπαθών εξωλεμφαδενικών λεμφωμάτων του γαστρεντερικού σωλήνα προέρχονται από το στόμαχο. Το 80% περίπου των γαστρικών λεμφωμάτων είναι B – κυτταρικής αρχής (B-cell).

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΓΑΣΤΡΙΚΟΥ ΛΕΜΦΩΜΑΤΟΣ

a) B – Cell

MALT –type
Low – grade
High – grade με ή χωρίς low – grade στοιχεία
Mantle cell
Burkitt
Immunodeficiency – related
Posttransplant
Acquired immunodeficiency syndrome
Συγγενές (Congenital)

b) T – cell Enteropathy – associated

Πρόσφατα δεδομένα, δηλώνουν ότι η πραγματική συχνότητα του πρωτοπαθούς γαστρικού λεμφώματος, αυξάνεται ειδικά στους ηλικιωμένους. Αυτό εξηγείται, μερικώς από την αυξημένη συχνότητα του λεμφώματος σε εκείνους που βρίσκονται σε ανοσοκαταστολή, όπως οι ασθενείς με AIDS ή εκείνοι που λαμβάνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα.

Η προέλευση της πάθησης παραμένει αδιευκρίνιστη, αλλά πολλοί από τους όγκους αυτούς, ειδικά το MALT λέμφωμα (mucosa –associated lymphoid tissue) σχετίζονται με χρόνια φλεγμονή που αποδίδεται στη λοίμωξη από το μικρόβιο Helicobacter pylori, ενώ το H. Heilmannii έχει, επίσης συνδεθεί με MALT τύπου λέμφωμα.

Μακροσκοπικά, η διάκριση του γαστρικού λεμφώματος από το αδενοκαρκίνωμα μπορεί να μην είναι δυνατή. Τα γαστρικά λεμφώματα μπορεί να είναι πολυποειδή, να αυξάνονται ταχέως όπως οι μύκητες, να είναι διηθητικά ή ακόμη και ελκωτικά στην εμφάνιση τους. Πολλά λεμφώματα διασπείρονται δια της υποβλεννογόνιας διηθήσεως και ο βλεννογόνος παραμένει σχεδόν άθικτος μέχρι ένα πολύ μετέπειτα στάδιο της πάθησης. Περαιτέρω διασπορά σε τοπικούς ή περιοχικούς λεμφαδένες ακολουθεί αργότερα.

Τα συμπτώματα του γαστρικού λεμφώματος είναι μη ειδικά, ενώ τα πιο συχνά είναι το άλγος υπογαστρίου, η απώλεια βάρους, ναυτία, έμετος και ανορεξία. Αιμορραγία συμβαίνει περίπου στο 20% των περιπτώσεων. Ακτινολογικά χαρακτηριστικά μπορεί να είναι δηλωτικά γαστρικού λεμφώματος. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται, η διάχυτη υπερτροφία του βλεννογόνου με ανώμαλη πάχυνση των πτυχών, απλά ή πολλαπλά έλκη που σχετίζονται με διάχυτη βλεννογονική πάχυνση και βλάβες μεγαλύτερες από 15cm. Η ενδοσκόπηση του ανωτέρου πεπτικού συστήματος χρησιμοποιείται ευρέως για τη διάγνωση του γαστρικού λεμφώματος και μπορεί να παράσχει ιστολογική τεκμηρίωση, ενώ πολλαπλές και βαθιές βιοψίες γαστρικού ιστού απαιτούνται για την ιστολογική διάγνωση, επειδή οι όγκοι αυτοί μπορεί να αναπτύσσονται στον υποβλεννογόνιο λεμφικό ιστό που καλύπτεται από φυσιολογικό γαστρικό βλεννογόνο.

ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΤΑΔΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΓΑΣΤΡΙΚΟΥ ΛΕΜΦΩΜΑΤΟΣ

ΣΤΑΔΙΟ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

ΙΕ Τοπική συμμετοχή ενός ή περισσοτέρων γαστρεντερικών θέσεων στην ίδια πλευρά του διαφράγματος χωρίς λεφαδενική συμμετοχή.
ΙΕ1 Περιορισμένο στο βλεννογόνο και υποβλεννογόνο.
ΙΕ2 Εκτεινόμενο πέρα από το όριο του υποβλεννογόνου.
ΙΙΕ Στάδιο ΙΕ με λεμφαδενική συμμετοχή – διείσδυση του λεμφώματος δια του τοιχώματος του στομάχου.
ΙΙΕ1 Συμμετοχή περιοχικών λεμφαδένων.
ΙΙΕ2 Λεμφαδενική διήθηση πέρα από το τοίχωμα του στομάχου.
ΙΙΙΕ Συμμετοχή του γαστρεντερικού σωλήνα και / ή λεμφαδένες και στις 2 πλευρές του διαφράγματος.
ΙVE Διάχυτη συμμετοχή μη γαστρεντερικών ιστών ή οργάνων.

Η σταδιοποίηση της νόσου μπορεί να γίνει με τη χρήση αξονικού τομογράφου (CT scan) ή ενδοσκοπικού υπερήχου (EUS).

Ο ενδοσκοπικός υπέρηχος (EUS) είναι αξιόπιστος στον καθορισμό του βάθους της συμμετοχής του όγκου και είναι ανώτερος της αξονικής τομογραφίας τομογράφου (CT scan) στο διαχωρισμό του σταδίου ΙΕ από το ΙΙΕ1 στάδιο.

Ο διαχωρισμός του πρωτοπαθούς γαστρικού λεμφώματος από το συστηματικό λέμφωμα με συμμετοχή του στομάχου απαιτεί περαιτέρω διερευνήσεις, όπως η βιοψία του μυελού των οστών.

Η χειρουργική εξαίρεση του όγκου είναι χρήσιμη για τοπικές παθήσεις, όπως των σταδίων ΙΕ και ΙΙΕ, δίδοντας πιθανό χρονικό διάστημα επιβίωσης τα 5 έτη στο 85% των περιπτώσεων. Ωστόσο, η θνησιμότητα κυμαίνεται από 0% έως 30% και δεν υπάρχει συναίνεση σχετικά με την έκταση της χειρουργικής εκτομής.

Η χορήγηση χημειοθεραπευτικών παραγόντων ή ο συνδυασμός (χημειοθεραπεία + ακτινοθεραπεία) κρίνονται πιο κατάλληλες θεραπευτικές επιλογές για ασθενείς προχωρημένου σταδίου ( Stage IIIE και ΙVE). Παραδοσιακά, ο συνδυασμός κυκλοφωσφαμίδης, δοξουρουβικίνης, βινκριστίνης και πρεδνιζόνης (CHOP) είναι η standard θεραπεία που χρησιμοποιείται στο γαστρικό λέμφωμα. Η ακτινοβολία, είτε χρησιμοποιούμενη ως πρωτοπαθής θεραπεία, είτε ως επικουρική θεραπεία, έχει επίσης αναφερθεί.

Παρά το γεγονός ότι το γαστρικό λέμφωμα είναι ευαίσθητο στην ακτινοβολία, υπάρχει πάντα η ανησυχία για επιπλοκές που σχετίζονται με αυτή τη θεραπευτική επιλογή, όπως η νεφρική τοξικότητα, η διάτρηση και η αιμορραγία.

Πολυκεντρική μελέτη που διεξήχθη στη Γερμανία, έδειξε ότι η χειρουργική προσέγγιση δεν φαίνεται να είναι ανώτερη της συντηρητικής διαχείρισης του πρωτοπαθούς γαστρικού λεμφώματος.

Για περισσότερες πληροφορίες απευθύνεστε στην Ιατρό.